Κυριακή 7 Αυγούστου 2011

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΡΔΟΥΛΙΤΣΑ ΜΟΥ


Φεύγοντας κράτησα την μορφή σου, το χαμόγελο σου, τα λόγια σου ως φυλαχτό στην καρδιά μου.

Με συντροφεύουν ως πολύτιμοι φίλοι. Τα φυλάττω ως θησαυρό και ιερό κειμήλιο.

Η ματιά μου θολώνει στην σκέψη σου, ο πόνος διαπερνά την καρδιά μου.

Η αδιαφορία σου με πληγώνει, μου σκίζει τα σωθικά.

Δεν μου είπες ποτέ αντίο, αλλά ο τρόπος σου με διώχνει. Δεν μου είπες ποτέ ότι δεν με θέλεις αλλά η συμπεριφορά σου το μαρτυράει. Γιατί αγαπημένε μου με διώχνεις?

Γιατί αποφεύγεις την έστω λίγη επαφή που έχουμε? Σου ξεδίπλωσα την ψυχή μου, τα αισθήματα μου και απέθεσα την καρδιά μου στα χέρια σου.

Με διώχνεις και αυτό μου σπαράζει την καρδιά. Μου ράγισες την ψυχή μου, σαν ένα γυαλί το έκανες θρύψαλλα.

Θα φύγω αγαπημένε μου. Καταλαβαίνω. Δεν παύω να σε λατρεύω να σε πονώ. Ξέρεις που θα με βρεις!!

Και αν δεν γυρίσεις σου στέλνω την ψυχή μου συντροφιά για να γνωρίζεις ότι κάποια, κάπου πονάει για σένα. Είσαι η καρδουλίτσα της

Σάββατο 6 Αυγούστου 2011

ΕΡΩΤΙΚΟ


Της Δέσποινας Λαζαρίδου

Στιγμές γλυκιές, στιγμές μοναδικές.

Στιγμές που τα ουράνια ενώνοντε με τα επίγεια και χαρίζουν ομορφιά και χάρη, πάθος και έρωτα.

Τα άστρα τρεμοσβήνουν παιχνιδιάρικα και η σελήνη σκορπά το λιγοστό φως της για να φωτίσει τα πρόσωπα.

Η Αφροδίτη στέλνει την ομορφιά της για να πλουτίσει την ένωση και ο μικρός κατεργάρης θεός Έρωτας σκορπά πλουσιοπάροχα τα βέλη του.

Και αυτή κρυμμένη στην αγκαλιά του, απολαμβάνει την θεική αυτήν δωρεά, έχοντας παραδοθεί στον τρελό χορό των αισθήσεων.

Τα μάτια του βυθίζοντε στα δικά της και η ανάσα του χαιδεύει το πρόσωπο της. Τα χείλη ενώνοντε σε ένα ατέλειωτο, μαγικό φιλί και οι καρδιές  φτερουγίζουν στα ύψη του απέραντου σύμπαντος.

Και η νύχτα απλώνοντας το σκοτεινό πέπλο της κρύβει στον κόρφο της, την τελική ένωση και το απέραντο αίσθημα του έρωτα τους.

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα “Οι κάργιες”της Αλκυόνης Παπαδάκη


Ερωτικό Κείμενο, Αλκυόνη Παπαδάκη
Ήταν καλά κρυμμένοι ανάμεσα στις πυκνές καλαμιές. Ούτε αστέρια δεν τους έβλεπαν.
Μόνο αν περνούσε κανένα νυχτοπούλι, θα πλήγωνε με τη φτερούγα του την ανάσα του έρωτα τους.
Δεν μιλούσαν. Δεν είχαν να πουν λόγια αγάπης ούτε να δώσουν όρκους αφοσίωσης.
Το πάθος μιλάει με την αφή.
Αυτή ανάβει χίλιες πυρκαγιές και κάνει στάχτες τα κορμιά.
Ύστερα, πάνω στις στάχτες και στ’ αποκαΐδια, κάνει βόλτες και σκαλίζει την ψυχή.
Σκαλίζει ήλιους τα μεσάνυχτα και κόκκινα φεγγάρια τα καταμεσήμερα.
Σκαλίζει… κι ονειρεύεται…
Τα μικρά ξεφωνητά το πάθους τους τα ‘παιρνε το αεράκι και τα ‘παιζε ανάμεσα στις καλαμιές.
Τα κάρφωνε σαν πολύχρωμες χάντρες στα κιτρινισμένα φύλλα. Τα ‘δενε δαχτυλίδια και τα φορούσε στα χλωρά καλάμια.
Στα κορμιά τους έκανε αυλάκι ο ιδρώτας κι έτρεχε.
Και γύρω από το αυλάκι άνθιζαν όλα μαζί τ’ αγριολούλουδα της ασφοδελιών.
Πέρα στα σκίνα, δυο μεγάλα γυαλιστερά φίδια ζευγάρωναν πάνω στον ώμο της νύχτας και της άφηναν κόκκινα σημάδια στο λαιμό.
Δυο μεγάλα γυαλιστερά φίδια… γλιστρούσαν στα υγρά κορμιά τους και ερωτεύονταν.
Μέσα στη σιωπή. Μέσα στο σκότος. Μέσα σε μια φοβερή λαβα, που έσταζε από τα γένια του θεού.
Κανείς δεν είχε προσέξει πως στο ρέμα είχαν ανθίσει τα νερόκρινα.
Κανείς δεν είχα προσέξει πως τα σκίνα είχαν γεμίσει όνειρα και φίδια.
Κανείς δεν είχε προσέξει πως ένα ασφοδέλι ήξερε όλα τα μυστικά του ερώτα…
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα “Οι κάργιες”της Αλκυόνης Παπαδάκη

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2011

ΜΙΑ ΠΛΗΓΩΜΕΝΗ ΨΥΧΗ




Η ματιά βυθίστηκε στην δικιά σου και είδε τα πάντα,
Το χέρι έπιασε το δικό σου και ρίγη αισθήσεων ξεπήδησαν
Στιγμές μοναδικές στιγμές γλυκιές γεμάτες αναμνήσεις
Στιγμές που ενώνοντε τα ουράνια με τα γήινα
Και σκορπίζουν την αρμονία απλόχερα.

Μα ξάφνου η καταχνιά καλύπτει τα πάντα
Το βλέμμα σου αποφεύγει το δικό μου
Το χέρι που με κρατούσε τραβήχτηκε αφήνοντας ένα τεράστιο κενό

Η ψυχή προσπαθεί να πλησιάσει την δικιά σου
Βρίσκει εμπόδιο, βρίσκει τοιχος απροσπέλαστο
Χτυπάει πάνω στο τοίχος και πέφτει
Χάνεται και σου φωνάζει, άβυσσος τεράστια από κάτω

Σηκώνει το πονεμένο βλέμμα και σε κοιτά,
Απλώνει το χέρι να την κρατήσεις
Και εσύ αγέρωχα στέκεις εκεί ψηλά,
Το πρόσωπο σου μια μάσκα παγερή
Το βλέμμα σου ένα απέραντο κενό

Ματώνει η ψυχή από τον πόνο και σε καλεί
Η φωνή της χάνεται στην παγερή αδιαφορία σου
Ένα κύμα μοναξιάς τυλίγεται γύρω
Το δάκρυ κυλά αργά στο πονεμένο πρόσωπο
Και με φωνή τρεμάμενη σε χαιρετά